- παγερότητα
- [-ης (-ητος)] η прям. , перен. холодность;
παγερότητα της συμπεριφοράς — холодность обращения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παγερότητα της συμπεριφοράς — холодность обращения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παγερότητα — η 1. η ιδιότητα τού παγερού («η παγερότητα τής ατμόσφαιρας») 2. μτφ. έλλειψη ζωντάνιας, θερμότητας, εγκαρδιότητας («παγερότητα τού ύφους»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παγερός. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Μη χάνεσαι] … Dictionary of Greek
παγερότητα — η η ιδιότητα, η εμφάνιση του παγερού: Η παγερότητα του χαιρετισμού του μ έβαλε σε υποψίες για τις προθέσεις του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek